κραμβαλιαστύς

κραμβαλιαστύς
κραμβαλιαστύς, -ύος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) δυνατό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλίζω «ασωτεύω» κατά τα παρ. τών ρ. σε -ιάζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. ασπασ-τύς, γελαστ-τύς), πιθ. κατ' επίδραση τού κρεμβαλιαστύς «χορός στον ήχο τών κροτάλων» < κρεμβαλιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαραμβαλιαστύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «γέλως ὁ μετὰ παιδιᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί στον τ. κραμβαλιαστύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”